Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Climbing shoe
01
παπούτσι αναρρίχησης, υποδήματα αναρρίχησης
a footwear designed with specialized features for rock climbing, providing grip and suppor
Παραδείγματα
My climbing shoe slipped on the smooth surface of the rock.
Το παπούτσι αναρρίχησης μου γλίστρησε στην λεία επιφάνεια του βράχου.
His climbing shoe had a sticky rubber sole for better traction.
Το παπούτσι αναρρίχησης του είχε μια κολλώδη ελαστική σόλα για καλύτερη πρόσφυση.



























