Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jujitsuka
01
ασκούμενος τζιουτζίτσου, τζιουτζίτσουκα
a practitioner of jujitsu, specifically someone who trains and competes in the martial art of jujitsu
Παραδείγματα
She has been a dedicated jujitsuka for over five years.
Είναι αφοσιωμένη τζουτζιτσούκα για πάνω από πέντε χρόνια.
The dojo was filled with experienced jujitsuka preparing for the tournament.
Το ντότζο ήταν γεμάτο με έμπειρους τζιουτζιτσούκα που προετοιμάζονταν για το τουρνουά.



























