Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Brushstroke
01
πινελιά, χτύπημα πινέλου
a mark made by a brush when applying paint to a surface
Παραδείγματα
The artist used broad, sweeping brushstrokes to create the impression of wind blowing through the trees.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ευρείες, σαρωτικές πινελιές για να δημιουργήσει την εντύπωση του ανέμου που φυσάει μέσα από τα δέντρα.
The painter employed quick, gestural brushstrokes to capture the energy and spontaneity of the figure's dance movements.
Ο ζωγράφος χρησιμοποίησε γρήγορες, χειρονομικές πινελιές για να καταγράψει την ενέργεια και την αυθορμησία των χορευτικών κινήσεων της φιγούρας.
Λεξικό Δέντρο
brushstroke
brush
stroke



























