Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
DNF
01
αποχώρηση, μη ολοκλήρωση
the act of withdrawing oneself from an event or activity before finishing it
Παραδείγματα
The swimmer 's DNF surprised everyone since she was the favorite to win.
Το DNF της κολυμβήτριας εξέπληξε όλους αφού ήταν η φαβορί για τη νίκη.
His coach encouraged him to learn from his DNF and come back stronger in the next competition.
Ο προπονητής του τον ενθάρρυνε να μάθει από το DNF του και να επιστρέψει ισχυρότερος στον επόμενο διαγωνισμό.



























