Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Parasport
01
παρασπορ, προσαρμοσμένο αθλητισμό
the sport or activity that is specifically designed for individuals with physical disabilities like wheelchair basketball
Παραδείγματα
She participates in parasport competitions to showcase her athletic abilities.
Συμμετέχει σε διαγωνισμούς παρασπορ για να επιδείξει τις αθλητικές της ικανότητες.
He excels in parasport events such as wheelchair basketball.
Εξαιρετικός σε διοργανώσεις παρασπορ όπως το μπάσκετ με αμαξίδιο.



























