Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Primal cut
01
πρωτογενής τομή, κύρια τομή
a large section of meat initially separated from the carcass during butchering, containing major muscle groups and bones
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρωτογενής τομή, κύρια τομή