Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lined paper
01
χαρτί με γραμμές, τετράδιο με γραμμές
a paper marked with evenly spaced horizontal lines, commonly used for writing or note-taking
Παραδείγματα
The student filled the lined paper with neatly written notes during the lecture.
Ο μαθητής γέμισε το χαρτί με γραμμές με τακτοποιημένες σημειώσεις κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
I prefer writing on lined paper because it helps keep my handwriting straight and organized.
Προτιμώ να γράφω σε χαρτί με γραμμές γιατί βοηθάει να διατηρώ το γράψιμό μου ευθύ και οργανωμένο.



























