Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
linearly
01
γραμμικά, σε ευθεία γραμμή
in a straight line or in a sequence
Παραδείγματα
The points on the graph were connected linearly, forming a straight line.
Τα σημεία στο γράφημα συνδέθηκαν γραμμικά, σχηματίζοντας μια ευθεία γραμμή.
The storyline of the movie unfolded linearly, from beginning to end without flashbacks.
Η πλοκή της ταινίας ξεδιπλώθηκε γραμμικά, από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς αναδρομές.
Λεξικό Δέντρο
linearly
linear
line



























