biliteracy
bi
baɪ
μπαι
li
ˈlɪ
λι
te
τερ
ra
ρα
cy
si
σι
British pronunciation
/baɪlˈɪtəɹəsi/

Ορισμός και σημασία του "biliteracy"στα αγγλικά

01

διγλωσσία, ικανότητα ανάγνωσης και γραφής σε δύο γλώσσες

the ability to read and write proficiently in two languages
example
Παραδείγματα
Growing up in a bilingual household, she developed biliteracy skills in both English and Spanish from a young age.
Μεγαλώνοντας σε ένα δίγλωσσο νοικοκυριό, ανέπτυξε δεξιότητες διπλής αλφαβητισμού τόσο στα αγγλικά όσο και στα ισπανικά από νεαρή ηλικία.
The school 's dual-language immersion program aims to foster biliteracy among students by providing instruction in two languages.
Το πρόγραμμα διγλωσσικής εμβάπτισης του σχολείου στοχεύει στην προώθηση της διπλής εγγραμματοσύνης μεταξύ των μαθητών παρέχοντας διδασκαλία σε δύο γλώσσες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store