Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Biliteracy
01
διγλωσσία, ικανότητα ανάγνωσης και γραφής σε δύο γλώσσες
the ability to read and write proficiently in two languages
Παραδείγματα
Growing up in a bilingual household, she developed biliteracy skills in both English and Spanish from a young age.
Μεγαλώνοντας σε ένα δίγλωσσο νοικοκυριό, ανέπτυξε δεξιότητες διπλής αλφαβητισμού τόσο στα αγγλικά όσο και στα ισπανικά από νεαρή ηλικία.
The school 's dual-language immersion program aims to foster biliteracy among students by providing instruction in two languages.
Το πρόγραμμα διγλωσσικής εμβάπτισης του σχολείου στοχεύει στην προώθηση της διπλής εγγραμματοσύνης μεταξύ των μαθητών παρέχοντας διδασκαλία σε δύο γλώσσες.
Λεξικό Δέντρο
biliteracy
literacy
liter



























