Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bilingualist
01
διγλωσσος, άτομο που μιλάει δύο γλώσσες με ευχέρεια
a person who speaks two languages fluently
Λεξικό Δέντρο
bilingualist
bilingual
lingual
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διγλωσσος, άτομο που μιλάει δύο γλώσσες με ευχέρεια
Λεξικό Δέντρο