Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
yeow
01
Αχ!, Ωχ!
used to convey a sharp or sudden sensation of pain or shock
Παραδείγματα
Yeow! I accidentally slammed my finger in the door.
Άουτς! Έκλεισα κατά λάθος το δάχτυλό μου στην πόρτα.
Yeow! That electric fence gave me quite a shock.
Αχ! Αυτός ο ηλεκτρικός φράκτης μου έδωσε ένα μεγάλο σοκ.



























