Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lots of
01
πολλοί, ένας σωρός
used to indicate a large quantity or number of something
Παραδείγματα
There were lots of people at the concert last night.
Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στο συναυλία χθες το βράδυ.
She has lots of books on her shelves.
Έχει πολλά βιβλία στα ράφια της.



























