Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to muck about with
[phrase form: muck]
01
ασχολούμαι απερίσκεπτα, πειραματίζομαι απρόσεκτα
to handle or experiment with something in a careless manner, often leading to damage
Dialect
British
Παραδείγματα
Some people tend to muck about with their electronic devices, unintentionally causing malfunctions.
Μερικοί άνθρωποι τείνουν να παίζουν με τις ηλεκτρονικές συσκευές τους, προκαλώντας ακούσια δυσλειτουργίες.
She quickly regretted having mucked around with the antique clock when it stopped working.
Μετάνιωσε γρήγορα που ασχολήθηκε με το αντιкварικό ρολόι όταν αυτό σταμάτησε να λειτουργεί.



























