Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
electorally
01
εκλογικά, με τρόπο που σχετίζεται με τις εκλογές ή τη διαδικασία ψηφοφορίας
in a manner that relates to elections or the voting process
Παραδείγματα
The candidates campaigned strategically to gain support electorally.
Οι υποψήφιοι εκστράτευσαν στρατηγικά για να κερδίσουν εκλογική υποστήριξη.
Voters play a crucial role electorally by choosing their representatives.
Οι ψηφοφόροι παίζουν καθοριστικό ρόλο εκλογικά επιλέγοντας τους εκπροσώπους τους.
Λεξικό Δέντρο
electorally
electoral
elector
elect



























