electorally
e
ɪ
ι
lec
ˈlɛk
λεκ
to
τα
ra
ρα
lly
li
λι
British pronunciation
/ɪlˈɛktəɹə‌li/

Ορισμός και σημασία του "electorally"στα αγγλικά

electorally
01

εκλογικά, με τρόπο που σχετίζεται με τις εκλογές ή τη διαδικασία ψηφοφορίας

in a manner that relates to elections or the voting process
example
Παραδείγματα
The candidates campaigned strategically to gain support electorally.
Οι υποψήφιοι εκστράτευσαν στρατηγικά για να κερδίσουν εκλογική υποστήριξη.
Voters play a crucial role electorally by choosing their representatives.
Οι ψηφοφόροι παίζουν καθοριστικό ρόλο εκλογικά επιλέγοντας τους εκπροσώπους τους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store