Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boy
Παραδείγματα
This is my little brother; he 's a playful boy.
Αυτός είναι ο μικρός μου αδερφός· είναι ένα παιχνιδιάρικο αγόρι.
Look at the boy with the backpack; he's going to school.
Κοίτα το αγόρι με το σακίδιο· πάει στο σχολείο.
1.1
αγόρι, γιος
a male human offspring
02
αγόρι, τύπος
a friendly informal reference to a grown man
Λεξικό Δέντρο
boyhood
boyish
boylike
boy



























