Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
miniaturized
01
μικρογραφημένος, μειωμένος σε μέγεθος
made smaller in size or scale, often while retaining essential features or functions
Λεξικό Δέντρο
miniaturized
miniaturize
miniature
mini
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μικρογραφημένος, μειωμένος σε μέγεθος
Λεξικό Δέντρο