Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Box office
02
έσοδα από τα ταμεία, συνολικά έσοδα από εισιτήρια
the total income a movie makes by selling tickets
Παραδείγματα
The new Marvel movie topped the box office charts on its opening weekend.
Η νέα ταινία της Marvel κορυφώθηκε στα τσαρτ του box office το πρώτο της σαββατοκύριακο.
The musical broke box office records, selling out every performance for months.
Το μιούζικαλ έσπασε ρεκόρ box office, πουλώντας όλα τα εισιτήρια για μήνες.



























