Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outdoor activity
/aʊtdˈoːɹ æktˈɪvɪɾi/
/aʊtdˈɔːɹ aktˈɪvɪti/
Outdoor activity
01
δραστηριότητα σε εξωτερικό χώρο, εξωτερική δραστηριότητα
an action or pastime performed outside in the natural environment
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δραστηριότητα σε εξωτερικό χώρο, εξωτερική δραστηριότητα