Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
out of concern for
/ˌaʊɾəv kənsˈɜːn fɔːɹ/
/ˌaʊtəv kənsˈɜːn fɔː/
out of concern for
01
από ανησυχία για, εξαιτίας της φροντίδας για
motivated by a feeling of worry, care, or consideration for someone or something
Παραδείγματα
She canceled her plans out of concern for her friend's well-being and decided to stay with them during their time of need.
Ακύρωσε τα σχέδιά της από ανησυχία για την ευημερία της φίλης της και αποφάσισε να μείνει μαζί της στη ώρα της ανάγκης.
She called the doctor out of concern for her friend's health.
Κάλεσε τον γιατρό από ανησυχία για την υγεία της φίλης της.



























