Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dwarfed
01
νάνος, μικροσκοπικός
appearing much smaller or less significant in comparison to something else
Παραδείγματα
The dwarfed tree struggled to grow in the shadow of the larger ones.
Το νάνο δέντρο αγωνίστηκε να μεγαλώσει στη σκιά των μεγαλύτερων.
His accomplishments were dwarfed by those of his more successful siblings.
Τα επιτεύγματά του επισκιάστηκαν από αυτά των πιο επιτυχημένων αδελφών του.
Λεξικό Δέντρο
dwarfed
dwarf



























