Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
searchable
01
αναζητήσιμος, προσβάσιμος για αναζήτηση
capable of being easily looked up or found, especially in digital formats like databases or websites
Παραδείγματα
The online library catalog is searchable by author, title, and subject.
Ο ηλεκτρονικός κατάλογος της βιβλιοθήκης είναι αναζητήσιμος με βάση τον συγγραφέα, τον τίτλο και το θέμα.
The website 's content is searchable, allowing users to quickly find relevant information.
Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι αναζητήσιμο, επιτρέποντας στους χρήστες να βρίσκουν γρήγορα σχετικές πληροφορίες.
Λεξικό Δέντρο
searchable
search



























