Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Comitative case
01
πτωτική συνοδείας, συνοδευτική πτώση
a grammatical form used to show that one person or thing is accompanying another
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πτωτική συνοδείας, συνοδευτική πτώση