Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Null allomorph
01
μηδενικό αλλόμορφο, αλλόμορφο μηδενικό
a silent or phonetically empty form of a morpheme that represents its absence in certain linguistic environments
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μηδενικό αλλόμορφο, αλλόμορφο μηδενικό