Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Present simple
01
απλός παρόντας, παρόντας απλός
a verb tense used to describe habitual actions, general truths, and regular occurrences in the present
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απλός παρόντας, παρόντας απλός