Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
numeral adjective
/nˈuːmɚɹəl ˈædʒɪktˌɪv/
/njˈuːməɹəl ˈadʒɪktˌɪv/
Numeral adjective
01
αριθμητικό επίθετο, επίθετο που δηλώνει αριθμό
an adjective that indicates a specific number or quantity of something
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αριθμητικό επίθετο, επίθετο που δηλώνει αριθμό