Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
demonstrative
/dəmˈɒnstɹətˌɪv ˈadʒɪktˌɪv/
Demonstrative adjective
01
δεικτικό επίθετο, επιδεικτικό επίθετο
an adjective that points to or identifies a specific noun or group of nouns
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δεικτικό επίθετο, επιδεικτικό επίθετο