Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Odd job
01
μικρή δουλειά, περιστασιακή εργασία
a single miscellaneous task or chore, typically small in scale and unrelated to one's primary occupation or job
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μικρή δουλειά, περιστασιακή εργασία