Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
im-
01
ιμ, ιν
used to indicate the opposite or absence of something
Παραδείγματα
It seemed impossible to finish the project in one day.
Φαινόταν αδύνατο να ολοκληρωθεί το έργο σε μια μέρα.
The car was immobile, stuck in the snow for hours.
Το αυτοκίνητο ήταν ακίνητο, κολλημένο στο χιόνι για ώρες.



























