LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Botonnee
/bˈɒtənˌiː/
/bˈɑːtənˌiː/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "botonnee"
botonnee
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of a heraldic cross) having a cluster of three buttons or knobs at the end of each arm
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
botonee
bothrops atrops
bothrops
bothidae
bothersome
botox
botox injection
botrychium
botrychium lunaria
botryoid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App