LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Actual sin
/ˈaktʃuːəl sˈɪn/
/ˈæktʃuːəl sˈɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "actual sin"
Actual sin
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a sin committed of your own free will (as contrasted with original sin)
original sin
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
actual possession
actual play
actual eviction
actual damages
actual
actualisation
actuality
actualization
actualize
actually
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App