LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mage
/mˈeɪdʒ/
/mˈeɪdʒ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mage"
Mage
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
*** a magician or learned person
Παράδειγμα
The
mage
leveled up
after
completing
the
magical
quest
,
expanding
their
knowledge
of
spells
and
enhancing
their
mana
pool
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App