Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Security camera
01
κάμερα ασφαλείας,σύστημα παρακολούθησης, device for video surveillance
a device that watches and records what is happening in an area to help keep it safe
Παραδείγματα
They installed security cameras around the building to keep an eye on the parking lot.
Εγκατέστησαν κάμερες ασφαλείας γύρω από το κτίριο για να παρακολουθούν το πάρκινγκ.
The store has several security cameras to help prevent theft.
Το κατάστημα έχει πολλές κάμερες ασφαλείας για να βοηθήσει στην πρόληψη της κλοπής.



























