Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
school subject
/skˈuːl sˈʌbdʒɛkt/
/skˈuːl sˈʌbdʒɛkt/
School subject
01
σχολικό μάθημα, εκπαιδευτικό αντικείμενο
a particular area of study that students learn about in school, such as math, science, history, or arts
Παραδείγματα
Mathematics is her favorite school subject.
Τα μαθηματικά είναι το αγαπημένο της σχολικό μάθημα.
History was the school subject he found most interesting.
Η ιστορία ήταν το σχολικό μάθημα που βρήκε πιο ενδιαφέρον.



























