Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blocked-up nose
01
βουλωμένη μύτη, μύτη με αποφράξεις
a condition in which a person's nostrils are full and they have difficulty breathing through their nose
Παραδείγματα
She had a blocked-up nose from her cold and could n’t sleep well.
Είχε βουλωμένη μύτη από το κρυολόγημα της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί καλά.
A blocked-up nose can make it hard to taste food properly.
Μια βουλωμένη μύτη μπορεί να δυσκολέψει τη σωστή γεύση του φαγητού.



























