Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to get out of
[phrase form: get]
01
ξεφεύγω από, αποφεύγω
to escape a responsibility
Παραδείγματα
He always tries to get out of doing his chores.
Πάντα προσπαθεί να ξεφύγει από τις δουλειές του.
She managed to get out of the meeting by pretending to be sick.
Κατάφερε να ξεφύγει από τη συνάντηση προσποιούμενη ότι είναι άρρωστη.



























