Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Activism
01
ακτιβισμός, αγώνας
the action of striving to bring about social or political reform, especially as a member of an organization with specific objectives
Παραδείγματα
Her activism for environmental conservation has inspired many young people to join the cause.
Ο ακτιβισμός της για τη διατήρηση του περιβάλλοντος έχει εμπνεύσει πολλούς νέους να ενταχθούν στο κίνημα.
Activism played a crucial role in the civil rights movement, leading to significant legislative changes.
Ο ακτιβισμός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, οδηγώντας σε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές.
Λεξικό Δέντρο
activism
active
act



























