Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anti-government
/ˈæntaɪɡˈʌvɚnmənt/
/ˈantiɡˈʌvənmənt/
anti-government
01
αντικυβερνητικός, εναντίον της κυβέρνησης
opposed to or against the government or its policies, actions or authority
Παραδείγματα
The anti-government protests grew larger every day.
Οι αντι-κυβερνητικές διαδηλώσεις μεγάλωναν κάθε μέρα.
He was arrested for his anti-government activities during the rally.
Συνελήφθη για τις αντικυβερνητικές δραστηριότητές του κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης.



























