Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to charbroil
01
ψήνω σε κάρβουνο, ψήνω σε ανοιχτή φωτιά
to grill food on a hot grill or open flame to achieve a charred or smoky flavor and a distinctive grilled texture
Λεξικό Δέντρο
charbroil
char
broil
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ψήνω σε κάρβουνο, ψήνω σε ανοιχτή φωτιά
Λεξικό Δέντρο
char
broil