Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Runny nose
01
συρροή μύτης, ρινόρροια
a condition in which the nose produces an excessive amount of fluid or mucus, often as a result of a cold or allergy
Παραδείγματα
She stayed home because of her runny nose and sore throat.
Παρέμεινε στο σπίτι λόγω της ρινορροής και του πόνου στο λαιμό.
A runny nose is a common symptom of the flu.
Σταγόνες από τη μύτη είναι ένα κοινό σύμπτωμα της γρίπης.



























