Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ha ha
01
Χα χα, Χε χε
used to represent laughter or amusement in a casual or sarcastic manner
Παραδείγματα
Ha ha, I ca n't believe you wore mismatched socks to work!
Χα χα, δεν μπορώ να πιστέψω ότι φόρεσες αταίριαστες κάλτσες στη δουλειά!
Ha ha, I wish I was there when you slipped on the banana peel.
Χα χα, μακάρι να ήμουν εκεί όταν γλίστρησες στην μπανανόφλουδα.



























