Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
uniform prism
/jˈuːnɪfˌɔːɹm pɹˈɪzəm/
/jˈuːnɪfˌɔːm pɹˈɪzəm/
Uniform prism
01
ομοιόμορφο πρίσμα, κανονικό πρίσμα
a three-dimensional shape that has two identical bases, and all sides are the same shape and size
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ομοιόμορφο πρίσμα, κανονικό πρίσμα