Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
burnt orange
01
καμένο πορτοκαλί, γήινο πορτοκαλί
having a deep and earthy shade of orange, often with a muted or desaturated tone
Παραδείγματα
The autumn leaves painted the landscape in a beautiful burnt orange shade.
Τα φθινοπωρινά φύλλα ζωγράφισαν το τοπίο με μια όμορφη απόχρωση καμένου πορτοκαλιού.
She wore a stylish scarf in a burnt orange hue to stay warm in the chilly weather.
Φορούσε μια κομψή κασκόλα σε μια απόχρωση καμένου πορτοκαλιού για να μείνει ζεστή στον κρύο καιρό.



























