LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Boozer
/bˈuːzɐ/
/ˈbuzɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "boozer"
Boozer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who drinks alcohol to excess habitually
word family
booze
booze
Verb
boozer
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
booze-up
booze cruise
booze
booyah
booty
boozing
boozy
bop
bopeep
boracic
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App