Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
herself
01
η ίδια, τον εαυτό της
used when a female human or animal is both the one who does an action and the one who is affected by the action
Παραδείγματα
She hurt herself.
Εκείνη έβλαψε τον εαυτό της.
She must be very proud of herself.
Πρέπει να είναι πολύ περήφανη για τον εαυτό της.



























