Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hesitantly
01
διστακτικά, με δισταγμό
in a way that shows uncertainty, pause, or lack of confidence
Παραδείγματα
She hesitantly reached for the microphone.
Έφτασε διστακτικά στο μικρόφωνο.
He hesitantly admitted his mistake.
Διστακτικά παραδέχτηκε το λάθος του.
Λεξικό Δέντρο
hesitantly
hesitant
hesit



























