Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hesitating
01
διστακτικός, απροσδιόριστος
lacking decisiveness of character; unable to act or decide quickly or firmly
Λεξικό Δέντρο
hesitatingly
unhesitating
hesitating
hesitate
hesit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διστακτικός, απροσδιόριστος
Λεξικό Δέντρο