LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bootie
/bˈuːti/
/ˈbuti/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bootie"
Bootie
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
μποτάκι
a slipper that is soft and wool (for babies)
bootee
Παράδειγμα
The
grandmother
lovingly
crocheted
a
set
of
baby
booties
for
her
grandchild
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App