gutted
gu
ˈgə
γκα
tted
tɪd
τιντ
British pronunciation
/ɡˈʌtɪd/

Ορισμός και σημασία του "gutted"στα αγγλικά

01

κατεστραμμένος, απογοητευμένος

experiencing great sadness, shock, or disappointment
example
Παραδείγματα
I was absolutely gutted when I found out I did n’t get the job.
Ήμουν απολύτως κατεστραμμένος όταν έμαθα ότι δεν πήρα τη δουλειά.
The news that their vacation was canceled left them feeling gutted.
Η είδηση ότι οι διακοπές τους ακυρώθηκαν τους άφησε συντετριμμένους.

Λεξικό Δέντρο

gutted
gut
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store