Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gutted
01
κατεστραμμένος, απογοητευμένος
experiencing great sadness, shock, or disappointment
Παραδείγματα
I was absolutely gutted when I found out I did n’t get the job.
Ήμουν απολύτως κατεστραμμένος όταν έμαθα ότι δεν πήρα τη δουλειά.
The news that their vacation was canceled left them feeling gutted.
Η είδηση ότι οι διακοπές τους ακυρώθηκαν τους άφησε συντετριμμένους.
Λεξικό Δέντρο
gutted
gut



























