Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bikeway
01
ποδηλατόδρομος, λωρίδα ποδηλάτου
a path or route specifically designed for the use of bicycles
Παραδείγματα
The city has built a new bikeway along the river.
Η πόλη έχει χτίσει ένα νέο ποδηλατόδρομο κατά μήκος του ποταμού.
Cyclists prefer to ride on the bikeway for safety.
Οι ποδηλάτες προτιμούν να οδηγούν στην ποδηλατόδρομο για ασφάλεια.
Λεξικό Δέντρο
bikeway
bike
way



























