Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oral irrigator
/ˈoːɹəl ˈɪɹᵻɡeɪɾɚ/
/ˈɔːɹəl ˈɪɹɪɡeɪtə/
Oral irrigator
01
στοματικό ποτιστήριο, στοματικός αρδευτήρας
a device that uses water to clean between teeth and along gumline for improved oral hygiene
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στοματικό ποτιστήριο, στοματικός αρδευτήρας